- λαπαρότης
- λᾰπᾰρ-ότης, ητος, ἡ,A looseness, of the bowels, Hp.Epid.4.45.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαπαρότης — λαπαρότης, ἡ (Α) [λαπαρός] η χαλαρότητα τής κοιλιάς ή τών εντέρων … Dictionary of Greek
λαπαρότητι — λαπαρότης looseness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρότητος — λαπαρότης looseness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)